Τσακάλωφ 14, Κολωνάκι, 106 73 Αθήνα, 3ος όρ. – χάρτης | eg@grammenoslegal.gr | Τηλ.: 211 71 500 93

Social Media:

Αρθρογραφία

Η επίσχεση εργασίας ως δικαίωμα του εργαζομένου

Ο Γραμμένος Ε. Ευστάθιος είναι Δικηγόρος Αθηνών – Εργατολόγος και επισκέπτης Καθηγητής στο μάθημα «ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ» στο Διατμηματικό Μεταπτυχιακό «Διοίκηση Ανθρωπίνου Δυναμικού» του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, την κύρια υποχρέωση του εργοδότη συνιστά ασφαλώς η καταβολή του μισθού. Αυτή, τελεί σε ευθεία ανταλλακτική σχέση με την παροχή της εργασίας από τον εργαζόμενο, ο οποίος διαθέτοντας την εργασιακή του δύναμη και δρώντας υπό τον έλεγχο και τις εντολές του εργοδότη, αναμένει αντίστοιχη αντιπαροχή. Ταυτόχρονα, δεδομένης της οικονομικής εξάρτησης από τον εργοδότη, ο μισθός αποτελεί, αν όχι το μοναδικό, πάντως το κύριο μέσο βιοπορισμού του μισθωτού, με αποτέλεσμα καθυστέρηση στην καταβολή του να συνεπάγεται εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες γι’ αυτόν. Δικαιολογημένα, λοιπόν, απαιτείται ένα πλούσιο οπλοστάσιο, ώστε ο εργαζόμενος να δύναται να αποτρέπει και να διεκδικεί τους δεδουλευμένους μισθούς. Ένα από τα όπλα που του παρέχονται είναι η επίσχεση εργασίας (ΑΚ 325).

Έννοια:

Πρόκειται για το δικαίωμα του εργαζόμενου να αρνηθεί την εκπλήρωση της εργασίας του, εωσότου ο εργοδότης να εκπληρώσει τη ληξιπρόθεσμη και συναφή υποχρέωση που έχει απέναντι στον εργαζόμενο, δηλαδή την καταβολή των καθυστερημένων μισθών. Αυτονόητο είναι πως οι απαιτήσεις των μερών είναι συναφείς, όπως απαιτεί ο νομοθέτης, καθώς πηγάζουν από την ίδια έννομη σχέση.  Πρόκειται κατ’ ουσία για έναν έμμεσο εξαναγκασμό του εργοδότη να αποσβέσει την οφειλή του απέναντι στον εργαζόμενο, προκειμένου ο τελευταίος να επιστρέψει στα καθήκοντά του. Αν το δικαίωμα επίσχεσης ασκηθεί από περισσότερους εργαζομένους, τότε γίνεται λόγος για ομαδική επίσχεση, πρακτική που προσιδιάζει στο δικαίωμα της απεργίας. Ωστόσο, τα δύο δικαιώματα διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το σκοπό, αλλά και τις συνέπειες. Η επίσχεση εργασίας ασκείται με ατομική, του κάθε εργαζομένου δήλωση, επιδιώκοντας ατομικά συμφέροντα, ενώ το δικαίωμα της απεργίας αποβλέπει στην εξυπηρέτηση συλλογικών συμφερόντων. Παράλληλα, ως προς τις συνέπειές τους, κατά τη διάρκεια της άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης, ο εργοδότης συνεχίζει να οφείλει το μισθό, παρά τη μη εκτέλεση της εργασίας, ενώ αντίθετα, κατά την άσκηση της απεργίας, ο μισθός δεν καταβάλλεται.

Συνέπειες άσκησης του δικαιώματος:

Άμεση συνέπεια της άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας είναι η περιέλευση του εργοδότη σε καθεστώς υπερημερίας δανειστή (ΑΚ 353) και η εξακολούθηση της οφειλής του μισθού του εργαζομένου παρά το γεγονός ότι εν τοις πράγμασι δεν παρέχεται εργασία. Η υπερημερία του εργοδότη ως προς την αποδοχή της εργασίας του μισθωτού παύει με την αποδοχή της εργασίας αυτού, με τη δήλωση του εργοδότη ότι αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργαζομένου, με την καθοιονδήποτε τρόπο λύση της σύμβασης εργασίας, όπου περιλαμβάνεται και η λύση αυτής με καταγγελία, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της τήρησης των κατά νόμο διατυπώσεων και με την περιέλευση του εργαζομένου για πραγματικούς ή νομικούς λόγους σε περίπτωση αδυναμίας παροχής της εργασίας του, εκτός εάν η αδυναμία αυτή οφείλεται σε γεγονός για το οποίο ο εργοδότης υπέχει ευθύνη (381§1 ΑΚ).

Περιορισμοί στο δικαίωμα επίσχεσης:

Η επίσχεση εργασίας τελεί υπό τους περιορισμούς που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ για την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Η άσκηση δηλαδή, του δικαιώματος θα πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και να αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη, με αποτέλεσμα να μην παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη. Η κρίση περί της καταχρηστικότητας ανήκει, ασφαλώς, στα πολιτικά δικαστήρια, που αναλαμβάνουν την επίλυση της εκάστοτε διαφοράς. Κατά πάγια νομολογία, καταχρηστική είναι η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης, όταν στρέφεται κατά αξιοπίστου και αξιοχρέου εργοδότη ή η ληξιπρόθεσμη οφειλή είναι ασήμαντη, ή όταν δεν υπάρχει χρονικώς αξιόλογη καθυστέρηση εκπληρώσεως της υποχρεώσεως του εργοδότη, ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα αυτού και δη στην κακή οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως λόγω λανθασμένων επιχειρηματικών επιλογών ή ολιγωρίας ως προς την λήψη των αναγκαίων αποφάσεων και των καταδεικνυομένων μέτρων προς αντιστροφή της πτωτικής οικονομικής πορείας, αλλά σε απρόβλεπτες ή εξαιρετικώς δυσμενείς περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη δυσπραγία, ή όταν η επίσχεση της εργασίας δεν αποτελεί πρόσφορο μέσο προς ικανοποίηση των αξιώσεων του εργαζομένου ή προκαλεί δυσανάλογη ζημία στην επιχείρηση εν σχέσει προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (ΑΠ 788/2020). Συναφώς, η νομολογία έχει κρίνει πως δεν ασκείται καταχρηστικά το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας, όταν η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών δεν οφείλεται σε αντιξοότητες ή πρόσκαιρη δυσπραγία του εργοδότη, αλλά σε ασυνέπεια ή δυστροπία του (ΑΠ 145/2019, ΑΠ 835/2018). Δεν εμπίπτει, επίσης, στη ρύθμιση του άρθρου 281 ΑΚ η περίπτωση κατά την οποία ο εργαζόμενος εξάντλησε κάθε δυνατότητα, πριν την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης, και δεν υποχρεούτο να συνεχίσει να εργάζεται στο χρονικά διηνεκές έναντι καταβολής μικροποσών ή και καθόλου μισθού (ΑΠ 343/2021). Αντίθετα, καταχρηστική κρίθηκε η άσκησή του, όταν αφορούσε καθυστερημένες αποδοχές τεσσάρων μηνών εργαζόμενου επί μακρό διάστημα (είκοσι έτη) στην επιχείρηση, χωρίς να έχει συμβεί σε όλο το διάστημα των είκοσι ετών άλλη προηγούμενη καθυστέρηση καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών, η οποία οφειλόταν στις δυσμενείς συνέπειες που προκάλεσε η οικονομική κρίση (ΑΠ 114/2017). Γενικότερα, προτεραιότητα δίδεται στην εξασφάλιση του μισθού, ιδιαίτερα όταν αυτός είναι απολύτως αναγκαίος για τον βιοπορισμό του εργαζομένου, οπότε και η οικονομική δυσπραγία του εργοδότη είναι δευτερευούσης σημασίας, όταν μάλιστα δύναται ο τελευταίος να βρει τους αναγκαίους πόρους (ΑΠ 835/2018, ΑΠ 771/2017). Η κρίση αυτή στηρίζεται στην παραδοχή, πως υπό την επίκληση της οικονομικής δυσπραγίας που αντιμετωπίζει μία επιχείρηση και μάλιστα, όταν αυτή διαρκεί για σημαντικό διάστημα, δεν μπορεί ν` αξιωθεί από τον εργαζόμενο να συνεχίσει να παρέχει την εργασία του επί σειρά μηνών, χωρίς να του καταβάλλονται οι αποδοχές του, που συνήθως αποτελούν το μοναδικό πόρο βιοπορισμού αυτού και της οικογένειάς του, αφού υπό την εκδοχή αυτή το μισθολογικό κόστος λειτουργίας της επιχείρησης θα μετακυλιόταν σε βάρος του εργαζόμενου. Κρίσιμη είναι, τέλος, η κρίση περί της εξομοίωσης της άρνησης παροχής εργασίας κατά την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης, με σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης από τον εργαζόμενο. Η νομολογία αναφέρει σχετικά πως σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του, που οφείλεται σε επίσχεση της εργασίας του, το δικαστήριο, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, κρίνει σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, αν η αποχή αυτή, κατά κρίση αντικειμενική, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή δήλωση βούλησης του εργαζόμενου να λύσει τη σύμβαση εργασίας του, δηλαδή ως σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία αυτής, με όλες τις δυσμενείς γι` αυτόν επιπτώσεις (ΑΠ 114/2017), ως και το χρονικό σημείο λύσης αυτής. Μόνη η αυθαίρετη απουσία από την εργασία του, η οποία συνιστά αντισυμβατική συμπεριφορά αυτού και παρέχει στον εργοδότη το δικαίωμα να καταγγείλει αυτός τη σύμβαση εργασίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί δίχως άλλο, ως καταγγελία από την πλευρά του εργαζομένου, αλλά για να ισχύσει ως τέτοια, θα πρέπει να συνοδεύεται και από άλλα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει σαφώς η βούληση του εργαζόμενου για τη λύση της εργασιακής του σύμβασης (ΑΠ 1342/2014). Στην περίπτωση, λοιπόν, που ο μισθωτός απέχει από την εργασία του, ύστερα από δήλωση ότι ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης ή ότι συνεχίζει την επίσχεση, ο εργοδότης δεν έχει το δικαίωμα από μόνη τη δήλωση αυτή να θεωρήσει ότι η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας έχει λυθεί από τον μισθωτό με οικειοθελή αποχώρηση του τελευταίου από την εργασία του, με την επίκληση εκ μέρους του εργοδότη της καταχρηστικότητας ή έλλειψης των νομίμων προϋποθέσεων της επίσχεσης εργασίας, πολλώ δε μάλλον εάν ο μισθωτός με δήλωσή του έχει γνωστοποιήσει στον εργοδότη του ότι προτίθεται να επιστρέψει στην εργασία του μετά την ολοσχερή εξόφληση των οφειλομένων σε αυτόν καθυστερούμενων αποδοχών, για τις οποίες προέβη στην επίσχεση, (ΑΠ 324/2017, ΑΠ 940/2015, ΑΠ 1502/2010) ή μετά τη συμμόρφωση του εργοδότη σε άλλες υποχρεώσεις που τον βαρύνουν, εκτός εάν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η δήλωση αυτή περί συνέχισης της επίσχεσης εκ μέρους του μισθωτού είναι προσχηματική και υποκρύπτει βούληση αυτού αποχώρησης από την εργασία του (ΑΠ 1108/2020). Γίνεται, επομένως, αντιληπτό πως η νομολογία είναι επιφυλακτική ως προς το ζήτημα της σιωπηρής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας κατά την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης. Η αυστηρή αυτή στάση δικαιολογείται, διότι με αυτό τον τρόπο το δικαίωμα επίσχεσης, από μέσο προστασίας του μισθού καθίσταται μέσο απώλειας της θέσης εργασίας, αλλοιώνεται δηλαδή ο ίδιος ο προστατευτικός σκοπός του θεσμού.

Συμπληρώστε τη Φόρμα Επικοινωνίας

Υπηρεσία Ταχείας Απάντησης

Εντός 24 ωρών από τη στιγμή που θα έρθετε σε επικοινωνία μαζί μας, ο διαχειριστής του γραφείου μας κ. Γραμμένος Ευστάθιος θα επικοινωνήσει τηλεφωνικά μαζί σας ώστε να λάβει ένα συνοπτικό ιστορικό της υπόθεσής σας και να προγραμματίσει μαζί σας συνάντηση είτε δια ζώσης στα γραφεία μας, είτε εξ αποστάσεως μέσω βιντεοκλήσης. Στη συνάντηση αυτή θα καταγράψουμε το πλήρες ιστορικό της υπόθεσής σας και θα λάβουμε τα διαθέσιμα έγγραφα που έχετε στην κατοχή σας.

Prev post
Οι διαφορές «Στελέχους» και «υπαλλήλου» και οι έννομες συνέπειες
10 Ιανουαρίου, 2023
Next post
Υπερεργασία – υπερωρία – εργασία νυχτερινή – Κυριακή
10 Φεβρουαρίου, 2023

Πρόσφατα Άρθρα