ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Είναι σύνηθες σήμερα ένας εργοδότης να μεριμνά με δική του οικονομική επιβάρυνση για την εκπαίδευση ή μετεκπαίδευση και επιμόρφωση των εργαζομένων του, νέων και παλαιότερων. Μια τέτοια κίνηση αποσκοπεί ασφαλώς στη μετέπειτα αξιοποίηση της αποκτημένης τεχνογνωσίας, προς όφελος της επιχείρησης. Η πρωτοβουλία αυτή του εργοδότη συνοδεύεται από την προσθήκη στη σύμβαση εργασίας της λεγόμενης ρήτρας επιστροφής δαπανών εκπαίδευσης. Πρόκειται για όρο, ο οποίος υποχρεώνει τον εργαζόμενο να επιστρέψει τις δαπάνες που κατέβαλε ο εργοδότης με σκοπό την εκπαίδευση ή μετεκπαίδευσή του, εφόσον καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας πριν την πάροδο ορισμένης προθεσμίας. Όπως και κάθε άλλη ρήτρα η οποία ενδέχεται να περιορίσει την επαγγελματική ελευθερία του εργαζομένου, η ρήτρα εκπαίδευσης διέρχεται δικαστικού ελέγχου καταχρηστικότητας.
Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΡΗΤΡΑΣ
Μέσω του έλεγχου καταχρηστικότητας της ρήτρας, επιχειρείται κατά πάγια νομολογία η πρακτική εναρμόνιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων των μερών, βάσει της αρχής της αναλογικότητας (ενδεικτικά ΜονΠρωτΗρ 684/2020)· του εργοδότη αφενός, για αξιοποίηση της αποκτημένης τεχνογνωσίας προς όφελος της επιχείρησης, όπως αναφέρεται ανωτέρω, του εργαζόμενου αφετέρου για διασφάλιση της επαγγελματικής του ελευθερίας και την μη υπέρμετρη δέσμευσή του. Η δέσμευση του εργαζόμενου αφορά στην υποχρέωσή του να επιστρέψει το ποσό των δαπανών του εργοδότη για την εκπαίδευσή του, εφόσον αποχωρήσει από την εργασία του πριν την πάροδο μιας συνομολογημένης χρονικής περιόδου. Ένας τέτοιος όρος είναι εύλογος, διότι επιχειρεί να διαφυλάξει τα δικαιολογημένα συμφέροντα του εργοδότη για μη αξιοποίηση των αποκτημένων ειδικών γνώσεων σε ανταγωνιστική επιχείρηση. Μια τέτοια πράξη, άλλωστε, θα αποτελούσε και αθέμιτη πράξη ανταγωνισμού, η οποία επίσης δεν είναι επιτρεπτή όσο η σύμβαση εργασίας είναι εν ισχύ (ή και για το μέλλον υπό προϋποθέσεις). Ζήτημα τίθεται επομένως, όταν τέτοια ρήτρα περιλαμβάνεται στη σύμβαση εργασίας, πλην όμως η χρονική διάρκεια της δέσμευσης του εργαζομένου ενδέχεται να μη πληροί τους όρους που θέτει η αρχή της αναλογικότητας, ζήτημα το οποίο επιδέχεται δικαστικής εκτίμησης.
ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ
Για να διαπιστωθεί αν η ρήτρα βρίσκεται μέσα στα όρια που θέτει η αρχή της αναλογικότητας οφείλουμε να διαπιστώσουμε αν η δέσμευση αυτή του εργαζομένου βρίσκεται σε αναλογική σχέση με το επαγγελματικό όφελος, το οποίο ο εργαζόμενος αποκομίζει από τη διαδικασία της εκπαίδευσης. Ενδεικτικά, η εκπαίδευση του εργαζομένου είναι δυνατό να του παράσχει μεγαλύτερες πιθανότητες μελλοντικής απασχόλησης, περισσότερες ευκαιρίες πρόσληψης και μισθολογική ανέλιξη στον ίδιο ή σε μελλοντικό εργοδότη. Πάντως, είναι θεμιτό να γίνει η διάκριση ανάμεσα σε εκπαίδευση η οποία είναι περιορισμένη στις δραστηριότητες και τις ανάγκες της συγκεκριμένης επιχείρησης και σε εκπαίδευση, η οποία δύναται να αξιοποιηθεί και σε μελλοντικούς εργοδότες. Ασφαλώς, όσο περισσότερο προσανατολισμένη είναι στις ανάγκες του τωρινού εργοδότη, τόσο μικρότερο είναι και το μετέπειτα επαγγελματικό όφελος, επομένως ανάλογα πρέπει να περιορίζεται χρονικά και η επαγγελματική του δέσμευση. Η χρονική διάρκεια της δέσμευσης που αναφέρεται ανωτέρω θα πρέπει το δίχως άλλο να τελεί σε σχέση αναλογίας με τη διάρκεια και την ποιότητας της εκπαίδευσης. Ασφαλώς, όσο μεγαλύτερη είναι η χρονική περίοδος που οφείλει να συμπληρώσει ο εργαζόμενος, ώστε να απαλλαγεί από τη ρήτρα, τόσο εγγύτερα βρίσκεται στα όρια της καταχρηστικότητας. Δεδομένου πως το αν η χρονική δέσμευση είναι υπέρμετρη (και άρα η ρήτρα είναι καταχρηστική) συνιστά ζήτημα πολυπαραγοντικό, δεν υφίσταται ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και έτσι κρίνεται ad hoc. Το μόνο που μπορεί να διατυπωθεί είναι πως η δέσμευση δε μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε έτη, διότι διαφορετικά θα παρέβαινε την αναγκαστικού δικαίου διάταξη του ΑΚ 670. Το γερμανικό ακυρωτικό δικαστήριο έχει παράσχει ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές ως προς τη χρονική διάρκεια της δέσμευσης. Ενδεικτικά, εκπαίδευση διάρκειας μέχρι δύο μηνών, μπορεί να δικαιολογήσει δέσμευση μέχρι το πολύ ενός έτους. Επί εκπαίδευσης διάρκειας έξι μηνών ως ενός έτους, η δέσμευση δε μπορεί να υπερβαίνει τα τρία έτη. Το ύψος των δαπανών εκπαίδευσης που θα οφείλει ο εργαζόμενος δύναται επίσης να διαδραματίσει ρόλο ως προς το ζήτημα της καταχρηστικότητας της ρήτρας. Ειδικότερα, είναι απαραίτητο να πληρούται η αρχή της διαφάνειας. Το ύψος των επιστρεφόμενων δαπανών είναι απαραίτητο να είναι ορισμένο με σαφήνεια στη σύμβαση εργασίας (ή τουλάχιστον να μπορεί να προσδιοριστεί με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια) και να ανταποκρίνεται στις πραγματικές δαπάνες του εργοδότη με σκοπό την εκπαίδευση του εργαζόμενου. Παράλληλα, επιβάλλεται μέρος αυτού να εκπίπτει από το τελικό επιστρεφόμενο ποσό, ανάλογα με το χρόνο παραμονής του εργαζόμενου στην επιχείρηση. Περαιτέρω, εξετάζεται ο λόγος αποχώρησης του εργαζόμενου από την επιχείρηση. Ασφαλώς, μια ενδεχόμενη αντισυμβατική συμπεριφορά του εργοδότη, η οποία αποτέλεσε τον λόγο αποχώρησης του εργαζόμενου δεν δύναται να ενεργοποιήσει τη ρήτρα. Θα πρέπει ο λόγος αποχώρησης να αφορά το πρόσωπο του εργαζόμενου, να βρίσκεται «στη σφαίρα εξουσίας του». Τέλος, είναι κρίσιμη και η ανεπιτυχής ολοκλήρωση της εκπαίδευσης του εργαζομένου, εφόσον αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητά του. Συντάκτης: Ιωάννης Γερέλκης, Πτυχιούχος Νομικής ΑΠΘ
Υπηρεσία Ταχείας Απάντησης
Εντός 24 ωρών από τη στιγμή που θα έρθετε σε επικοινωνία μαζί μας, ο διαχειριστής του γραφείου μας κ. Γραμμένος Ευστάθιος θα επικοινωνήσει τηλεφωνικά μαζί σας ώστε να λάβει ένα συνοπτικό ιστορικό της υπόθεσής σας και να προγραμματίσει μαζί σας συνάντηση είτε δια ζώσης στα γραφεία μας, είτε εξ αποστάσεως μέσω βιντεοκλήσης. Στη συνάντηση αυτή θα καταγράψουμε το πλήρες ιστορικό της υπόθεσής σας και θα λάβουμε τα διαθέσιμα έγγραφα που έχετε στην κατοχή σας.