Τσακάλωφ 14, Κολωνάκι, 106 73 Αθήνα, 3ος όρ. – χάρτης | eg@grammenoslegal.gr | Τηλ.: 211 71 500 93

Social Media:

Αρθρογραφία

Τα όρια της μετασυμβατικής ρήτρας απαγόρευσης ανταγωνισμού

Ο Γραμμένος Ε. Ευστάθιος είναι Δικηγόρος Αθηνών – Εργατολόγος και επισκέπτης Καθηγητής στο μάθημα «ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ» στο Διατμηματικό Μεταπτυχιακό «Διοίκηση Ανθρωπίνου Δυναμικού» του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Απαγόρευση πράξεων ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας:

Στη διάρκεια της εργασιακής σχέσης, και καταρχήν μέχρι τη λήξη της, είναι αυτονόητο πως ο εργαζόμενος οφείλει να παραλείπει ανταγωνιστικές πράξεις, οι οποίες δύνανται να βλάψουν τα συμφέροντα του εργοδότη, προκαλώντας του ζημία. Πρόκειται για παρεπόμενη υποχρέωση πίστης (652 ΑΚ), η οποία συνάγεται από την καλή πίστη (ΑΚ 288). Η έννοια του παρεπομένου σε καμία περίπτωση δεν παραπέμπει σε μια ιεραρχημένη σχέση μεταξύ των υποχρεώσεων του εργαζομένου, απλώς υποδεικνύει πως εν προκειμένω η υποχρέωση μη ανταγωνισμού του εργαζομένου δεν τελεί σε ευθεία ανταλλακτική σχέση με την αντιπαροχή. Πολλές φορές ο εργοδότης επιχειρεί να επεκτείνει συμβατικά την ενέργεια της απαγόρευσης ανταγωνισμού και σε χρονικό διάστημα μετά τη λύση της σύμβασης, γεγονός από το οποίο ανακύπτουν κρίσιμα ζητήματα, τα οποία ο δικαστής επιχειρεί να επιλύσει. Η διάταξη του άρθρου 1 § 1 N. 146/1914 καθιερώνει τη γενική αρχή απαγόρευσης του ανταγωνισμού. Προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι πρώτον, μία πράξη, η οποία γίνεται στα πλαίσια των εμπορικών, βιομηχανικών ή γεωργικών συναλλαγών, δεύτερον η πράξη αυτή να γίνεται με σκοπό ανταγωνισμού και τρίτον η πράξη αυτή να αντίκειται στα χρηστά ήθη. Γίνεται δεκτό, ότι η πρόθεση ανταγωνισμού δεν είναι αναγκαίο να αποτελεί και τον αποκλειστικό σκοπό τέλεσης μίας πράξης. Στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων, γίνεται νομολογιακά δεκτό πως απαγορεύεται η ανταγωνιστική δραστηριότητα του εργαζομένου είτε με τη μορφή ανταγωνιστικών πράξεων από αυτόν, είτε με τη μορφή της πρόσληψής του σε άλλον ανταγωνιστή εργοδότη, είτε με τη μορφή της άσκησης από αυτόν όμοιας ανταγωνιστικής δραστηριότητας προς εκείνη του πρώην εργοδότη του (ΕφΘεσς 3348/2000).

Η απαγόρευση ανταγωνιστικών πράξεων μετά τη λήξη της σύμβασης:

Ασφαλώς, προκειμένου να επεκταθεί η ενέργεια της ρήτρας μετά τη λήξη της σύμβασης, απαιτείται ρητή πρόβλεψη στη σύμβαση. Ο κύριος προβληματισμός που προκύπτει αφορά στη διάσπαση της ισορροπίας των αντιτιθέμενων συμφερόντων μεταξύ των μερών. Η επέκταση της ρήτρας μη ανταγωνισμού στο μετά τη λήξη της σύμβασης εργασίας διάστημα δικαιολογείται από το εύλογο ενδιαφέρον του εργοδότη να διασφαλίσει τα επαγγελματικά του συμφέροντα, αποσοβώντας τον κίνδυνο ζημίας από ανταγωνιστική πρακτική του εργαζομένου. Ταυτόχρονα όμως, θίγονται υπέρμετρα τα συμφέροντα του τελευταίου για επαγγελματική εξέλιξη, καθώς συχνά η δέσμευσή του υπερβαίνει το όριο της καλής πίστης και της αναλογικότητας. Για την εξισορρόπηση των αντιτιθέμενων συμφερόντων επεμβαίνει ο δικαστής, θέτοντας όρια στη δυνατότητα αυτή του εργοδότη, μέσω του δικαστικού ελέγχου καταχρηστικότητας των ρητρών αυτών.

Έλεγχος της ρήτρας:

Για τον έλεγχο των ρητρών, ο δικαστής καταφεύγει στα άρθρα ΑΚ 178, 179 σχετικά με την ακυρότητα δικαιοπραξίας αντίθετης στα χρηστά ήθη και τις λεγόμενες καταπλεονεκτικές συμβάσεις. Αντίθεση της πράξης στα χρηστά ήθη υπάρχει όταν αυτή προσκρούει στο αίσθημα και την αντίληψη κάθε ορθά και δίκαια σκεπτόμενου ανθρώπου, του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, που σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση μέσα στο συναλλακτικό κύκλο στον οποίο εκδηλώνεται η αθέμιτη πράξη, δηλαδή όταν χρησιμοποιούνται τρόποι και μέσα αντίθετα προς την ομαλή ηθικότητα των συναλλαγών (ΑΠ 1612/1999). Παρατηρείται, πως δε γίνεται επίκληση της θεμελιώδους διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ αναφορικά με την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος και γι’ αυτό το λόγο η νομολογία εισπράττει και την κριτική της θεωρίας, καθώς η επίκληση των διατάξεων των χρηστών ηθών έχει ως αποτέλεσμα έναν έλεγχο χαλαρότερο από αυτόν που υπαγορεύει η διάταξη του ΑΚ 281. Πάντως, η νομολογία φαίνεται να υιοθετεί πλέον μια αυστηρότερη στάση, αναγνωρίζοντας ως άκυρες ρήτρες, μολονότι δεν εμπίπτουν στη νομοτυπική μορφή των καταδυναστευτικών δικαιοπραξιών, υπερβαίνοντας τον έλεγχο που επιβάλλει η αόριστη έννοια των χρηστών ηθών. Υιοθετείται η άποψη πως ο δικαστικός έλεγχος δύναται να επηρεαστεί και από τις διατάξεις για την προστασία των καταναλωτών, ως προς την κρίση του κύρους των Γενικών Όρων Συναλλαγών (ΓΟΣ). Οι καταναλωτικές συμβάσεις πράγματι προσιδιάζουν προς τις συμβάσεις εργασίας. Περιέχουν πολύ συχνά προδιατυπωμένους όρους (ΓΟΣ), τα λεγόμενα «ψιλά γράμματα», οι οποίοι δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης των μερών, αλλά είναι εκ των προτέρων καθορισμένοι, θίγοντας πολλές φορές την ήδη μειονεκτική θέση του αδύναμου μέρους, του καταναλωτή. Παρόμοια είναι η πραγματική κατάσταση και στη σύναψη συμβάσεων εργασίας, όπου ο εργαζόμενος, ευρισκόμενος σε διαπραγματευτικά μειονεκτούσα θέση, έχοντας ανάγκη την πρόσληψη για βιοποριστικούς λόγους, εξαναγκάζεται να συμφωνήσει με τους όρους του εργοδότη, οι οποίοι συχνά είναι επίσης εκ των προτέρων διατυπωμένοι, και όχι αντικείμενο συμφωνίας. Ειδικότερα, λοιπόν, το άρθρο 2§§6 και 7 του Ν. 2251/1994 αντιμετωπίζεται ως εξειδίκευση της διάταξης του άρθρου ΑΚ 281 (ΑΠ 1219/2001). Έτσι, δύναται να χρησιμοποιηθεί και για συμβάσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 2251/1994, και σε άλλες συμβάσεις δηλαδή, προσιδιάζουσες στις καταναλωτικές. Είναι άμεση, λοιπόν, η επιρροή των διατάξεων του ανωτέρω Νόμου για την προστασία του καταναλωτή, ο οποίος καθιερώνει έλεγχο κάθε όρου που δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης, και άρα συνδιαμόρφωσης της σύμβασης από τα μέρη. Είναι κρίσιμη η δυνατότητα και του αδύναμου μέρους να συμπράττει στη διαμόρφωση του περιεχομένου της σύμβασης, καθώς αυτό συνιστά έκφανση της συνταγματικά κατοχυρωμένης συμβατικής ελευθερίας. Σχηματικά, ο έλεγχος καταχρηστικότητας της μετασυμβατικής ρήτρας απαγόρευσης ανταγωνισμού γίνεται σε δύο στάδια: Στο πρώτο στάδιο, ελέγχεται το κύρος των ρητρών, με έρεισμα δύο θεμελιώδεις αρχές, οι οποίες αναφέρονται στη συνέχεια. Στο δεύτερο στάδιο, ελέγχεται η εφαρμογή της ρήτρας στην πράξη, με τη χρήση συγκεκριμένων κριτηρίων. Κατά το πρώτο στάδιο, όρια στη ρήτρα θέτουν η αρχή της αναλογικότητας και η αρχή της διαφάνειας. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, θα πρέπει η συνομολόγηση της ρήτρας να είναι πρόσφορη για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστά μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για το μέρος σε βάρος του οποίου απαγγέλλεται, και αναλογική υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελεί σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλεί. Εν προκειμένω, δηλαδή, σταθμίζεται η ελευθερία του εργαζομένου να εργαστεί σε άλλη επιχείρηση και το συμφέρον του εργοδότη να εμποδίσει την πρόσληψή του σε «ανταγωνιστή». Το μέτρο της δέσμευσης του εργαζομένου από τη ρήτρα υπαγορεύεται από την έκταση του ευλόγου συμφέροντος του εργοδότη να διαφυλάξει την επιχείρησή του, τελούν συνεπώς σε ευθεία αναλογική σχέση. Περαιτέρω, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, ο όρος της σύμβασης θα πρέπει να είναι σαφής, με προβλέψιμο περιεχόμενο. Όροι που δεν είναι διαφανείς δύνανται να βλάψουν το αδύναμο μέρος, εν προκειμένω τον εργαζόμενο, καθώς ελλείπει το στοιχείο της προβλεψιμότητας της έκτασης της δέσμευσής του. Κατά το δεύτερο στάδιο, ελέγχεται η νομιμότητα της ρήτρας στην πράξη. Για το σκοπό αυτό, η νομολογία οριοθετεί συγκεκριμένα κριτήρια. Αρχικά, απαιτεί να υφίσταται δικαιολογημένο επαγγελματικό συμφέρον του εργοδότη. Ελέγχεται δηλαδή αν πράγματι η αποχώρηση του εργαζομένου και η άσκηση ανταγωνιστικής δραστηριότητας θα συνεπάγεται ζημία στην επιχείρηση του εργοδότη που έθεσε τη ρήτρα. Για την κατάφαση του επαγγελματικού συμφέροντος απαιτείται να υφίσταται διακινδύνευση αυτών. Απαιτείται, δηλαδή, η διάγνωση του ειδικού εκείνου κινδύνου, ο οποίος απορρέει από την μετέπειτα επαγγελματική δραστηριότητα του εργαζομένου και δύναται να προκαλέσει ζημία στον εργοδότη (ΑΠ 192/2022). Μόνο τότε επιτρέπεται περιορισμός της επαγγελματικής ελευθερίας του εργαζομένου. Παράλληλα, είναι κρίσιμη η χρονική και τοπική έκταση της απαγόρευσης. Όσο διευρύνονται τα χρονικά και τοπικά απώτατα όρια της απαγόρευσης άσκησης ανταγωνιστικής δραστηριότητας, τόσο μεγαλύτερη είναι η δέσμευση της επαγγελματικής ελευθερίας του εργαζομένου, με αποτέλεσμα να μεγεθύνονται οι πιθανότητες να κριθεί η ρήτρα καταχρηστική. Πάντως, η κρίση περί της καταχρηστικότητας θα κριθεί ανά περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε περίπτωσης. Ασφαλώς, ρήτρες που προβλέπουν μια γενική απαγόρευση ανταγωνισμού είναι ανίσχυρες, διότι αντιβαίνουν στην αρχή της διαφάνειας, αλλά και της αναλογικότητας, δεσμεύοντας υπέρμετρα τον εργαζόμενο (ΠολΠρωτΘεσς 332773/2007, όπου η ρήτρα δεν προέβλεπε κανένα απώτατο χρονικό ορίζοντα). Συναφώς, έχει κριθεί από τη νομολογία, πως το χρονικό διάστημα δέσμευσης της επαγγελματικής ελευθερίας του εργαζόμενου δε πρέπει να υπερβαίνει τα ένα έως δύο έτη (ΜονΠρωτΑθ 586/2021, όπου αναφέρεται πως η χρονική διάρκεια των δύο ετών κινείται στα όρια της συνήθους συναλλακτικής πρακτικής). Έτσι, κρίθηκε καταχρηστική ρήτρα, η οποία έθετε απαγόρευση ανταγωνιστικής δραστηριότητας για πέντε έτη (ΠολΠρωτΗρ 7/2006). Ως προς την τοπική έκταση της απαγόρευσης, η εγκυρότητα κρίνεται κατά περίπτωση, με βάση το αντικείμενο της επαγγελματικής δραστηριότητας του εργαζομένου και το εύρος της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εργοδότη (ΜονΠρωτΑθ 586/2021). Έτσι, έχει κριθεί καταχρηστική ρήτρα, η οποία προέβλεπε απαγόρευση άσκησης δραστηριότητας σε ακτίνα δύο χιλιομέτρων από την επιχείρηση, καθώς ένας τέτοιος περιορισμός ισοδυναμούσε με αδυναμία άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας και μοιραία θα οδηγούσε στη μετοίκηση του θιγόμενου σε άλλη πόλη (ΕφΛαρ 738/2001). Αντίθετα, κρίθηκε νόμιμη αντίστοιχη ρήτρα, η οποία απαγόρευε την άσκηση ανταγωνιστικής δραστηριότητας σε ακτίνα χιλίων μέτρων από την επιχείρηση (ΠολΠρωτΑθ 6446/2005). Άκυρη έχει κριθεί ρήτρα η οποία προέβλεπε πως εξαιρεί τη δυνατότητα απασχόλησης του εργαζομένου με αόριστο τρόπο σε οποιονδήποτε ανταγωνιστή της ενάγουσας χωρίς να προβλέπεται χωρικός περιορισμός (ΑΠ 192/2022). Κρίσιμο είναι, λοιπόν, το κριτήριο του υπέρμετρου περιορισμού της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, καθώς με αυτό τον τρόπο δεν επέρχεται η ζητούμενη εξισορρόπηση των αντιτιθέμενων συμφερόντων. Η θεωρία φαίνεται να θέτει τα κριτήρια αυτά σε μια ιεραρχημένη σχέση, όπου το προβάδισμα κατέχει το επαγγελματικό συμφέρον του εργοδότη. Έχει διατυπωθεί η άποψη πως ακόμη κι αν η χρονική και τοπική έκταση της επαγγελματικής δέσμευσης είναι εύλογη, η ρήτρα δε θα είναι νόμιμη, αν δε διαγιγνώσκεται μια ενεστώσα σοβαρή διακιδύνευση του συμφέροντος της επιχείρησης. Με την άποψη αυτή συνηγορεί και η νομολογία, η οποία δέχεται πως εάν δεν διαπιστώνεται ότι, μέσω της ρήτρας, επιδιώκεται η προστασία δικαιολογημένων συμφερόντων τού εργοδότη, η ρήτρα είναι για τον λόγο αυτό άκυρη και περιττεύει ο έλεγχος της συνδρομής των λοιπών προϋποθέσεων νομιμότητας της επίμαχης ρήτρας (ΑΠ 192/2022). Τέλος, απαιτείται η πρόβλεψη ενός εύλογου οικονομικού ανταλλάγματος, η καταβολή μιας εύλογης αποζημίωσης. Η αποζημίωση αυτή συνιστά την ανταμοιβή για τον περιορισμό της επαγγελματικής ελευθερίας του εργαζομένου, επομένως θα πρέπει να είναι συναφής της έκτασης της απαγόρευσης. Το εύλογο, δηλαδή, του ανταλλάγματος θα κριθεί συναρτήσει των ορίων της απαγόρευσης ανταγωνισμού. Μια τέτοια πρόβλεψη αποτρέπει τον εργοδότη από την πρακτική της συνομολόγησης ποινικής ρήτρας, η οποία και κατέπιπτε σε περίπτωση αθέτησης της συμβατικής υποχρέωσης. Όταν, τελικά, η ρήτρα περί μη ανταγωνισμού είναι άκυρη, είτε διότι λείπουν οι προϋποθέσεις έγκυρης σύναψής της, είτε διότι αντιτίθεται στα χρηστά ήθη, τότε λογίζεται ως μη συνομολογηθείσα. Σε κάθε τέτοια περίπτωση, ο μεν εργοδότης – δανειστής θα δικαιούται να απαιτήσει, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, την απόδοση τυχόν καταβληθέντος συμβατικού ανταλλάγματος, ο δε εργαζόμενος θα έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την απόδοση της ωφέλειας του τέως εργοδότη του, αν αποδείξει ότι μετά την λύση της σύμβασης εργασίας, παρέμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα άνεργος ή απέρριψε πρόταση προς σύναψη σύμβασης εργασίας (ΑΠ 192/2022).

Συμπληρώστε τη Φόρμα Επικοινωνίας

Υπηρεσία Ταχείας Απάντησης

Εντός 24 ωρών από τη στιγμή που θα έρθετε σε επικοινωνία μαζί μας, ο διαχειριστής του γραφείου μας κ. Γραμμένος Ευστάθιος θα επικοινωνήσει τηλεφωνικά μαζί σας ώστε να λάβει ένα συνοπτικό ιστορικό της υπόθεσής σας και να προγραμματίσει μαζί σας συνάντηση είτε δια ζώσης στα γραφεία μας, είτε εξ αποστάσεως μέσω βιντεοκλήσης. Στη συνάντηση αυτή θα καταγράψουμε το πλήρες ιστορικό της υπόθεσής σας και θα λάβουμε τα διαθέσιμα έγγραφα που έχετε στην κατοχή σας.

Prev post
Το καθεστώς προστασίας των whistleblowers
3 Ιανουαρίου, 2023
Next post
Παροχή επιδότησης για μετατροπή των συμβάσεων μερικής απασχόλησης σε πλήρους – ο νέος Νόμος 4997/2022
8 Ιανουαρίου, 2023

Πρόσφατα Άρθρα