Εισαγωγή
Η δυσμενής μεταχείριση εργαζομένων λόγω ενός ιδιαίτερου χαρακτηριστικού τους, όπως η αναπηρία, αποτελεί ένα σύνηθες φαινόμενο στη σύγχρονη αγορά εργασίας. Στερεοτυπικές αντιλήψεις κατισχύουν, γεγονός που προκαταλαμβάνει τον εργοδότη ως προς την παραγωγικότητά τους, με αποτέλεσμα να μην αντιμετωπίζονται ισότιμα με τους λοιπούς εργαζόμενους, κατά παράβαση των επιταγών της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Το ζήτημα των ατόμων με αναπηρία λαμβάνει πλέον διαστάσεις ιδιαίτερα ευρείες. Αντιμετωπίζεται ως ένα πρόβλημα κοινωνικού αποκλεισμού, ιδιαίτερη έκφανση του οποίου αποτελεί η πρόσβασή τους στην εργασία. Γι’ αυτό και έχουν ληφθεί νομοθετικά μέτρα, τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο σε εθνικό επίπεδο. Στην Ελλάδα, η τελευταία νομοθετική πρωτοβουλία αφορά στο Νόμο 4443/2016.
Ο ορισμός της αναπηρίας
Ο ορισμός της έννοιας της αναπηρίας αποτελεί διάπλαση του Ευρωπαίου νομοθέτη στην Οδηγία 2000/78, οι ρυθμίσεις της οποίας προβλέπονται – πλέον – στην εθνική έννομη τάξη στο Ν. 4443/2016. Σύμφωνα με την Οδηγία, η αναπηρία αφορά στο «αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στα άτομα με μακροχρόνιες σωματικές, ψυχικές, νοητικές ή αισθητηριακές αναπηρίες, οι οποίες, σε συνδυασμό με διάφορα εμπόδια, μπορούν να δυσχεραίνουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή τους στην κοινωνία σε ισότιμη βάση με τα άλλα άτομα». Με λίγα λόγια, η αναπηρία δεν κρίνεται αποκλειστικά από το γεγονός της βλάβης (ιατρικό μοντέλο της αναπηρίας), αλλά και από τους περιοριστικούς παράγοντες που η ίδια η κοινωνία θέτει στα άτομα με ειδικές ανάγκες (κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας). Για να καταφαθεί η έννοια του εργαζομένου με αναπηρία, δεν απαιτείται ο πλήρης αποκλεισμός της πρόσβασής του στην εργασία, αλλά αρκεί και παρακώλυση αυτής, ενώ στην έννοια της αναπηρίας δύναται, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, να ενταχθεί και αυτή της χρόνιας πάθησης.
Περιπτωσιολογία διακρίσεων
Η κατάφαση δυσμενούς μεταχείρισης δύναται να αφορά τόσο άμεσες, όσο και έμμεσες διακρίσεις, όπως επίσης και περιπτώσεις παρενόχλησης. Άμεση διάκριση συντρέχει όταν ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν, την οποία υφίσταται, υπέστη, ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο, ενώ έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου με ειδικές ανάγκες σε σχέση με άλλα άτομα. Για τη συνδρομή διάκρισης, ωστόσο, δεν είναι απαραίτητο η αναπηρία να πλήττει το πρόσωπο που είναι αποδέκτης της δυσμενούς μεταχείρισης, αλλά δύναται να αφορά και πρόσωπο, με το οποίο ο εργαζόμενος σχετίζεται (διάκριση λόγω σχέσης). Όπως επισημαίνεται σχετικά, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν περιορίζεται μόνο στα πρόσωπα που έχουν καθαυτά «ειδικές ανάγκες» (βλ. ΔΕΕ, υπόθεση Coleman).
Οι εύλογες προσαρμογές
Το κύριο μέτρο που προβλέπεται στο Ν. 4443/2016 ως προς τη διασφάλιση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων με αναπηρία, αποτελεί η υποχρέωση εύλογων προσαρμογών του εργοδότη. Πρόκειται για τη λήψη όλων των ενδεδειγμένων κατά περίπτωση μέτρων, προκειμένου τα άτομα αυτά να έχουν δυνατότητα πρόσβασης σε θέση εργασίας, να ασκούν αυτήν και να εξελίσσονται, καθώς και δυνατότητα συμμετοχής στην επαγγελματική κατάρτιση, εφόσον τα μέτρα αυτά δεν συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη. Δεν θεωρείται δυσανάλογη η επιβάρυνση, όταν αντισταθμίζεται επαρκώς από μέτρα προστασίας που λαμβάνονται στο πλαίσιο άσκησης της πολιτικής υπέρ των ατόμων με αναπηρία ή χρόνια πάθηση. Ενδεικτικά, οι εύλογες προσαρμογές δύνανται να αφορούν σε κάθε οργανωτικό μέτρο, όπως διαμόρφωση του χώρου εργασίας, προσαρμογή του εξοπλισμού, αλλαγή καθηκόντων, τροποποίηση του χρόνου εργασίας, εκπαίδευση και κατάρτιση. Σε κάθε περίπτωση, οι μεταβολές αυτές θα πρέπει να αποβλέπουν στην άρση των φυσικών περιορισμών και των οργανωτικής φύσης εμποδίων. Σε περίπτωση μάλιστα που ο εργοδότης αρνηθεί να προβεί στις ενδεδειγμένες προσαρμογές, θεμελιώνεται αυτοτελής λόγος διάκρισης στο Ν. 4443/2016 (άρθρο 2§2 περ. η).
Οι τροποποιήσεις στο Ν. 4443/2016
Πολύ πρόσφατα, με το Ν. 5023/2023 επήλθαν μικρές, ωστόσο ιδιαίτερα κρίσιμες τροποποιήσεις του Ν. 4443/2016. Σκοπός του νομοθέτη ήταν προώθηση της πλήρους συμμετοχής των ατόμων με αναπηρία ή χρόνια πάθηση στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας μέσω της επικαιροποίησης της ορολογίας νομοθετημάτων (μεταξύ των οποίων και ο Ν. 4443/2016) και της εναρμόνισή τους με τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία. Ειδικότερα, θεσπίζεται πλέον ρητά η εφαρμογή της γενικής αρχής της ίσης μεταχείρισης για τα άτομα με αναπηρία ή χρόνια πάθηση σε τομείς της κοινωνικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής ασφάλισης και της υγειονομικής περίθαλψης, των κοινωνικών παροχών και φορολογικών διευκολύνσεων, της εκπαίδευσης και της πρόσβασης στη διάθεση και παροχή αγαθών και υπηρεσιών που διατίθενται συναλλακτικά στο κοινό, συμπεριλαμβανομένης και της στέγης. Μέχρι πρότινος, η ρητή κατοχύρωση του άρθρου 1§3 του ανωτέρω Νόμου αφορούσε αποκλειστικά στην ίση μεταχείριση κατά την πρόσβαση στην εργασία.
Επιπλέον, παρέχεται εξουσιοδότηση για την έκδοση προεδρικού διατάγματος μετά από πρόταση των συναρμόδιων Υπουργών για τον προσδιορισμό των απαραίτητων μέτρων για την αποτελεσματική και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση των ατόμων με αναπηρία ή χρόνια πάθηση στους ανωτέρω τομείς. Σε εναρμόνιση με τα ανωτέρω, γίνεται και μερική γραμματική αναδιατύπωση του άρθρου 24 του Νόμου. Με αυτόν τον τρόπο, διευρύνεται πλέον το πλαίσιο προστασίας των ατόμων με αναπηρία, επιχειρώντας να αντιμετωπιστεί το ζήτημα του κοινωνικού αποκλεισμού τους συνολικά.