Εισαγωγή
Στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς που έχει διαμορφωθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, προσφέρεται ένα δυναμικό πλαίσιο για διεθνική παροχή υπηρεσιών από αυτούς. Πρόκειται για την πρακτική της απόσπασης εργαζομένων από επιχειρήσεις, με σκοπό την εκτέλεση εργασίας στο έδαφος ενός κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο, στο οποίο συνήθως εργάζονται. Η διεθνοποίηση αυτή της σχέσης εργασίας θέτει προβλήματα ως προς το εφαρμοστέο προς προστασία του εργαζομένου δίκαιο στο πλαίσιο της σύμβασης εργασίας του, με αποτέλεσμα να είναι απαραίτητη η νομοθετική επέμβαση της Ένωσης.
Το Ενωσιακό νομοθετικό πλαίσιο
Η κύρια ρύθμιση του ζητήματος από την Ένωση συνέβη με την Οδηγία 96/71/ΕΚ (όπως έχει τροποποιηθεί μερικώς από την Οδηγία 2018/957/ΕΕ). Η παρούσα Οδηγία εφαρμόζεται σε εγκατεστημένες εντός της ΕΕ επιχειρήσεις, οι οποίες προβαίνουν σε απόσπαση εργαζομένων σε έδαφος άλλου κράτους μέλους. Κατ’ ουσίαν χωρεί εφαρμογή της Οδηγίας, όταν οι επιχειρήσεις αποσπούν εργαζόμενο στο έδαφος κράτους μέλους για λογαριασμό τους και υπό τη διεύθυνσή τους στο πλαίσιο σύμβασης μεταξύ της επιχείρησης αποστολής και του παραλήπτη της υπηρεσίας· όταν η απόσπαση γίνεται σε εγκατάσταση ή σε επιχείρηση του ομίλου σε έδαφος κράτους μέλους· όταν όντας επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης, αποσπά εργαζόμενο σε χρήστρια επιχείρηση εγκατεστημένη ή ασκούσα δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους (άρθρο 1§3). Απαραίτητη προϋπόθεση ασφαλώς αποτελεί η ισχυρή σύμβαση εργασίας ανάμεσα στον εργαζόμενο και την επιχείρηση που προβαίνει στην απόσπαση. Η Οδηγία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Π.Δ. 30/2021.
Οι όροι εργασίας των αποσπασμένων εργαζομένων
Κατά τα οριζόμενα στην Οδηγία, τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνήσουν, ώστε ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει τη σχέση εργασίας, οι επιχειρήσεις να εφαρμόζουν στους εργαζόμενους που είναι αποσπασμένοι στο έδαφός τους, τους όρους εργασίας που καθορίζονται από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ή και συλλογικές συμβάσεις (άρθρο 2§1). Συνεπώς, για τους αποσπασμένους στην Ελλάδα εργαζόμενους, χωρεί εφαρμογή των διατάξεων στην ελληνικής εργατικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, η Οδηγία αξιώνει το επίπεδο προστασίας αυτό, ως προς τις μέγιστες περιόδους εργασίας και τις ελάχιστες περιόδους ανάπαυσης, την ελάχιστη διάρκεια ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, τα ελάχιστα όρια μισθού, συμπεριλαμβανομένων των αποζημιώσεων υπερωριακής εργασίας, τους όρους θέσης εργαζομένων στη διάθεση επιχειρήσεων (ιδίως από ΕΠΑ), την υγεία και ασφάλεια στην εργασία, τα προστατευτικά μέτρα σχετικά με τους όρους εργασίας και απασχόλησης των γυναικών σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή λοχείας, των παιδιών και των νέων και τέλος, την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών. Σε περιπτώσεις μικρής έκτασης αποσπάσεων και εκτέλεσης εργασιών, υφίσταται και η δυνατότητα παρέκκλισης από το επίπεδο προστασίας (μόνο ως προς την άδεια μετ’ αποδοχών και τα ελάχιστα όρια μισθού και αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης – βλ. άρθρο 3§4). Αυτονόητα, οι διατάξεις της Οδηγίας δεν εμποδίζουν την εφαρμογή και ευνοϊκότερων ρυθμίσεων για τους εργαζομένους (άρθρο 3§7), αφού καθιερώνουν μόνο ένα minimum προστασίας, όπως επίσης και να επεκτείνουν την εφαρμογή των ίδιων όρων εργασίας σε εθνικές επιχειρήσεις και επιχειρήσεις άλλων κρατών και για θέματα πέραν όσων αναφέρονται ανωτέρω. Οι ρυθμίσεις αυτές εισήχθησαν αυτούσιες στην ελληνική έννομη τάξη.
Μέτρα και μηχανισμοί ελέγχου
Με σκοπό την τήρηση κατάλληλου επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων που αποσπώνται για διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών, ιδίως την επιβολή όρων και συνθηκών απασχόλησης που ισχύουν στο κράτος μέλος που θα αποσπαστεί ο εργαζόμενος, θεσπίστηκε η Οδηγία 2014/67/ΕΕ, η οποία τροποποιεί μερικά την προγενέστερη 96/71/ΕΚ. Κατά τα οριζόμενα στην Οδηγία, τα κράτη μέλη ορίζουν μια ή περισσότερες αρμόδιες αρχές, οι οποίες διενεργούν συνολική αξιολόγηση όλων των πραγματικών στοιχείων που θεωρούνται απαραίτητα, με σκοπό την αναγνώριση του καθεστώτος του εργαζομένου ως αποσπασμένου, καθώς και τη συνακόλουθη εφαρμογή των προστατευτικών διατάξεων γι’ αυτούς. Στην Ελλάδα, η επίβλεψη και ο έλεγχος των όρων και συνθηκών εργασίας των αποσπασμένων εργαζομένων ανατίθεται στην Επιθεώρηση Εργασίας, η οποία είναι αρμόδια για τον έλεγχο τόσο των αποσπασμένων στο έδαφος της Ελλάδας εργαζομένων, όσο και των εργαζομένων που αποσπώνται από την Ελλάδα σε άλλο κράτος μέλος. Τα κράτη μέλη έχουν υποχρέωση να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την ευρεία δημοσιοποίηση των πληροφοριών των εφαρμοστέων συλλογικών συμβάσεων, όπως επίσης και του προσωπικού πεδίου εφαρμογής τους, των όρων και των συνθηκών απασχόλησης των εργαζομένων, να τις διαθέτουν σε πλείστες γλώσσες, όπως επίσης και να τις επικαιροποιούν διαρκώς. Περαιτέρω, είναι σε θέση να καθιερώσουν υποχρεώσεις για τους παρόχους υπηρεσιών, με σκοπό την αποτελεσματική εφαρμογή του περιεχομένου των Οδηγιών, όπως αυτό έχει μεταφερθεί και κυρωθεί στα κράτη μέλη. Στην Ελλάδα, το άρθρο 4§1 του Π.Δ. 30/2021 αξιώνει από τις επιχειρήσεις που αποσπούν στο έδαφος της Ελλάδας εργαζόμενους, να υποβάλλουν το αργότερο κατά την έναρξη της παροχή υπηρεσιών έγγραφη δήλωση, η οποία περιλαμβάνει τα στοιχεία του παρόχου υπηρεσιών, του εκπροσώπου της επιχείρησης στην Ελλάδα, στοιχεία της τοποθεσίας παροχής εργασίας του αποσπασμένου εργαζόμενου, της φύσης της δραστηριότητάς του και του χρονικού πλαισίου εργασίας του, όπως επίσης να τηρούν (έως και για 2 έτη μετά τη λήξη της απόφασης) και να αποστέλλουν τα έγγραφα αυτά στις αρμόδιες αρχές, εφόσον ζητηθούν.
Κυρώσεις
Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία προβλέπεται ένα σύνθετο πλέγμα κυρώσεων, με σκοπό την εξασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας και της επίτευξης του σκοπού των ανωτέρω Οδηγιών. Ειδικότερα, προβλέπονται ποινικές, καθώς και διοικητικές κυρώσεις για τις εξής περιπτώσεις:
- Σε περίπτωση παράβασης των όρων εργασίας των αποσπασμένων εργαζομένων (άρθρο 3 της Οδηγίας 96/71/ΕΚ και άρθρο 3 του Π.Δ. 30/2021)
- Σε περίπτωση άρνησης παροχής στοιχείων ή πληροφοριών ή παροχή ανακριβών ή ψευδών πληροφοριών ή στοιχείων από τον πάροχο των υπηρεσιών (άρθρο 5§3 Π.Δ. 101/2016)
- Σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεων του άρθρου 7 Π.Δ. 101/2016, όπως τροποποιήθηκε με το Π.Δ. 1/2023 σχετικά με τα μέτρα ελέγχου
- Σε περίπτωση δυσμενούς μεταχείρισης του αποσπασμένου εργαζομένου από τον εργοδότη λόγω άσκησης των δικαιωμάτων του (άρθρο 8§7 Π.Δ. 101/2016).
Σε κάθε περίπτωση, επιβάλλεται στον εργοδότη πρόστιμο (αφού πρωτίστως τηρηθεί το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης) με αιτιολογημένη πράξη, κατόπιν σχετικής εισήγησης του επιθεωρητή εργασίας. Παράλληλα, δεν αποκλείεται και ποινική ευθύνη του στην περίπτωση της παράβασης των όρων εργασίας των αποσπασμένων εργαζομένων, η οποία καθιερώνεται στο άρθρο 8 του Π.Δ. 30/2021 και προβλέπει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 6 μηνών ή/και χρηματική ποινή τουλάχιστον 300 ημερήσιων μονάδων. Το διοικητικό πρόστιμο δε θα επιβληθεί ωστόσο, εφόσον η ποινική διαδικασία έχει περατωθεί με αμετάκλητη καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση ή με αμετάκλητο αθωωτικό βούλευμα.
Συνατάκτης: Ιωάννης Γερέλκης | Πτυχιούχος Νομικής ΑΠΘΥπηρεσία Ταχείας Απάντησης
Εντός 24 ωρών από τη στιγμή που θα έρθετε σε επικοινωνία μαζί μας, ο διαχειριστής του γραφείου μας κ. Γραμμένος Ευστάθιος θα επικοινωνήσει τηλεφωνικά μαζί σας ώστε να λάβει ένα συνοπτικό ιστορικό της υπόθεσής σας και να προγραμματίσει μαζί σας συνάντηση είτε δια ζώσης στα γραφεία μας, είτε εξ αποστάσεως μέσω βιντεοκλήσης. Στη συνάντηση αυτή θα καταγράψουμε το πλήρες ιστορικό της υπόθεσής σας και θα λάβουμε τα διαθέσιμα έγγραφα που έχετε στην κατοχή σας.