Εισαγωγή
Στο δίκαιο των συμβάσεων, η ποινική ρήτρα συνιστά έναν εξασφαλιστικό όρο, μια υπόσχεση του οφειλέτη ότι αν δεν εκπληρώσει (ή αν δεν εκπληρώσει προσηκόντως) τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από τη σύμβαση που συνήψε με το άλλο μέρος, θα οφείλει άλλη (χρηματική συνήθως) παροχή ως ποινή. Η ποινική ρήτρα δηλαδή τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της μη (προσήκουσας) εκπλήρωσης της ενοχής του οφειλέτη, επομένως εφόσον πληρωθεί η αίρεση, η ρήτρα καταπίπτει. Για τη ρύθμισή της καταφεύγουμε στις γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Η διάταξη του ΑΚ 405 απαιτεί συνδρομή υπαιτιότητας στο πρόσωπο του οφειλέτη, ωστόσο πρόκειται για διάταξη ενδοτικού δικαίου, συνεπώς νόμιμα δύναται να συμφωνηθεί κατάπτωση και χωρίς να απαιτείται η συνδρομή πταίσματος.
Ποινική ρήτρα στην οικειοθελή αποχώρηση – διεύρυνση του χρόνου προειδοποίησης
Στη σύμβαση εργασίας, εν όψει και της διαπραγματευτικής υπεροχής της εργοδοτικής πλευράς, η ποινική ρήτρα συνιστά ένα τρόπο διασφάλισης των εργοδοτικών συμφερόντων, ο οποίος συχνά κατατείνει σε υπέρμετρη δέσμευση του εργαζομένου. Πρόσφατα, μάλιστα, έγινε γνωστή η ύπαρξη όρου στις συμβάσεις των εποχικά απασχολούμενων στον κλάδο του τουρισμού και ειδικότερα, σε ξενοδοχειακές μονάδες. Η ποινική ρήτρα στην εν λόγω περίπτωση τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της καταγγελίας της σύμβασης χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση τουλάχιστον τριών μηνών. Εφόσον δηλαδή ο εργαζόμενος δεν προειδοποιούσε τρείς μήνες πριν ότι θα καταγγείλει τη σύμβαση, θα κατέπιπτε η ποινική ρήτρα και θα όφειλε συγκεκριμένα να καταβάλει το ποσό τριών μηνών ακαθάριστων αποδοχών του ως ποινή. Μάλιστα, προβλέφθηκε και παραίτηση από το δικαίωμα μείωσης υπέρμετρης ποινικής ρήτρας κατ’ άρθρο ΑΚ 409, μεταβάλλοντας επί τα χείρω ακόμη περισσότερο την ήδη δυσμενή θέση του συμβαλλόμενου εργαζομένου. Ο συγκεκριμένος όρος της σύμβασης, όπως δημοσιοποιήθηκε από τα τοπικά ειδησεογραφικά μέσα, είναι ιδιαίτερα προβληματικός. Αυτό συμβαίνει, διότι ένας τέτοιος όρος αντιτίθεται σε διάταξη της εργατικής νομοθεσίας που αποτελεί κανόνα δημόσιας τάξης, δηλαδή διάταξη, η εφαρμογή της οποίας δε μπορεί να αποκλειστεί από την ιδιωτική βούληση. Αναλυτικότερα, το δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, όπως ρυθμίζεται από την εργατική νομοθεσία προβλέπει την έγγραφη προειδοποίηση μόνο για την περίπτωση συμβάσεων αορίστου χρόνου. Στην περίπτωση μάλιστα που υφίσταται προειδοποίηση πριν την καταγγελία, οφείλεται το ήμισυ της αποζημίωσης που καταβάλλεται χωρίς να προηγηθεί προειδοποίηση (άρθρο 1 Ν. 2112/1920, όπως ισχύει). Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 2112/20 υπάλληλος, προστιθέμενος να λύσει την υπαλληλική σύμβασή του με τον εργοδότη, οφείλει να την καταγγείλει πριν από χρόνο ίσο προ το μισό εκείνου, που το άρθρο 1 του νόμου (2112/20) ορίζει για τον εργοδότη. Ο χρόνος δε αυτός σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες. Ούτε και η αποζημίωση, στην περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεως αυτής προς καταγγελία μπορεί να υπερβεί το ποσό, που αντιστοιχεί σε τρείς μήνες. Σύμφωνα δε με το άρθρο 8 του ίδιου νόμου κάθε συμφωνία αντίθετη προς τα παραπάνω, εφ` όσον δεν είναι ευνοϊκότερη για τον υπάλληλο, είναι αυτοδικαίως άκυρη. Από αυτά συνάγεται σαφώς, ότι η ακυρότητα προϋποθέτει συμφωνία, με την οποία περιορίζεται το νόμιμο δικαίωμα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας από τον υπάλληλο και καθορίζονται όροι, για την άσκηση του δικαιώματός του τούτου δυσμενέστεροι από εκείνους, που η διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 2112/20 θεσπίζει. Στην περίπτωση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, οι οποίες κατά τεκμήριο συνιστούν τον συνηθέστερο τύπο συμβάσεων μεταξύ εποχικών εργαζομένων, το χρονικό σημείο της λύσης τους συνιστά ρητό όρο της σύμβασης, ενώ έκτακτη καταγγελία επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση ύπαρξης σπουδαίου λόγου (ΑΚ 672). Η «απειλή» της ποινικής ρήτρας σκοπό είχε τον περιορισμό της ζημίας, η οποία ενδεχομένως να ανέκυπτε στα συμφέροντα της επιχείρησης, σε περίπτωση έκτακτης αποχώρησης του εποχικά εργαζόμενου. Πράγματι, η καταβολή ενός ποσού ως ποινή, όταν μάλιστα το μόνο μέσο βιοπορισμού του εργαζόμενου συνιστά ο μισθός του, είναι δυνατό να δράσει αποθαρρυντικά απέναντι στην επιθυμία του εποχικά απασχολούμενου να καταγγείλει έκτακτα τη σύμβαση, εφόσον συντρέχει σπουδαίος προς αυτό λόγος. Απέναντι σ’ αυτή την πρόβλεψη των συμβάσεων, τροχοπέδη αποτελεί η ίδια η διάταξη του ΑΚ 672. Αυτό συμβαίνει, διότι συνιστά κανόνα αναγκαστικού δικαίου, επομένως συμφωνίες που αποκλείουν ή περιορίζουν την πρόσβαση στο δικαίωμα καταγγελίας (όπως η εν λόγω ποινική ρήτρα), είναι άκυρες. Συνεπώς, η καταβολή ποινικής ρήτρας σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης (ορισμένου χρόνου) χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση, δε μπορεί να είναι ισχυρή.
Πότε είναι επιτρεπτή η ποινική ρήτρα
Ανεξάρτητα από τα ανωτέρω, υφίστανται περιπτώσεις που η ποινική ρήτρα συνιστά πάγια τακτική των εργοδοτών, προς σκοπό προστασίας των συμφερόντων του εργοδότη ή των απορρήτων στοιχείων της επιχείρησης. Πρόκειται για τις ρήτρες απαγόρευσης ανταγωνισμού και τις ρήτρες εχεμύθειας (εμπιστευτικότητας), οι οποίες εμφανίζουν στενό συγγενικό δεσμό. Πρόκειται για ρήτρες, οι οποίες δεσμεύουν τον εργαζόμενο για το μετά τη λύση της σύμβασης χρονικό διάστημα και απαγορεύουν στον απολυμένο ή παραιτηθέντα εργαζόμενο να επιδοθεί σε αθέμιτες ανταγωνιστικές πρακτικές, οι οποίες σκοπό έχουν λόγου χάρη την προσωπική διεύρυνση της πελατείας του νέου του εργοδότη (εφόσον αφορά σε ανταγωνιστική επιχείρηση του παλαιού) Παράλληλα, απαγορεύεται και η διάδοση απόρρητων, εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφοριών, εμπορικά ή βιομηχανικά απόρρητα, η οποία ενδεχομένως ενέχει σκοπό βλάβης του προηγούμενου εργοδότη. Προς το σκοπό αποτροπής της ζημίας, εφόσον μάλιστα αυτή είναι και δυσαπόδεικτη στις ανωτέρω περιπτώσεις, ο εργοδότης θέτει ποινικές ρήτρες, οι οποίες και θα καταπέσουν, σε περίπτωση που ο εργαζόμενος παραβεί τις ανωτέρω αναφερόμενες υποχρεώσεις. Ασφαλώς, οι ρήτρες διέρχονται από δικαστικό έλεγχο καταχρηστικότητας με βάση το άρθρο ΑΚ 281, ώστε νομολογιακά να έχουν διαπλαστεί συγκεκριμένα κριτήρια ελέγχου. Ειδικότερα, απαιτείται η συνδρομή ενός εύλογου επαγγελματικού ενδιαφέροντος του εργοδότη, ένας ειδικός κίνδυνος βλάβης της επιχείρησης, προς αποτροπή του οποίου σκοπεί η ύπαρξη της ποινικής ρήτρας. Περαιτέρω, η χρονική και τοπική έκταση της απαγόρευσης οφείλει να μην υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλει η αρχή της αναλογικότητας, ώστε να μην περιορίζει υπέρμετρα την επαγγελματική ελευθερία του εργαζομένου. Για παράδειγμα, η πρόβλεψη στη σύβαση γενικής απαγόρευσης απασχόλησής του σε ανταγωνιστική επιχείρηση στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας, υπερβαίνει τα όρια της αναλογικότητας. Τέλος, απαιτείται και εύλογο οικονομικό αντάλλαγμα απέναντι σ’ αυτή την επαγγελματική δέσμευση του τελευταίου. Σε περίπτωση που η ποινική ρήτρα είναι υπέρμετρη, χωρεί εφαρμογή της διάταξης του άρθρου ΑΚ 409. Εκτενέστερη ανάλυση του ελέγχου καταχρηστικότητας των ρητρών είναι διαθέσιμη σε προηγούμενο άρθρο μας:https://grammenoslegal.gr/ta-oria-tis-metasymvatikis-ritras-apagoreysis-antagonismoy/
Υπηρεσία Ταχείας Απάντησης
Εντός 24 ωρών από τη στιγμή που θα έρθετε σε επικοινωνία μαζί μας, ο διαχειριστής του γραφείου μας κ. Γραμμένος Ευστάθιος θα επικοινωνήσει τηλεφωνικά μαζί σας ώστε να λάβει ένα συνοπτικό ιστορικό της υπόθεσής σας και να προγραμματίσει μαζί σας συνάντηση είτε δια ζώσης στα γραφεία μας, είτε εξ αποστάσεως μέσω βιντεοκλήσης. Στη συνάντηση αυτή θα καταγράψουμε το πλήρες ιστορικό της υπόθεσής σας και θα λάβουμε τα διαθέσιμα έγγραφα που έχετε στην κατοχή σας.