Εισαγωγή
Έπειτα από αίτηση της Επιθεώρησης Εργασίας, εκδόθηκε πρόσφατα από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου γνωμοδότηση αναφορικά με τη συνεργασία των επιθεωρητών εργασίας με τις αστυνομικές αρχές, την ορθή σύνταξη μηνυτήριας αναφοράς όσον αφορά στην πρόθεση του εργοδότη – δράστη της ποινικής παράβασης, την καταχώρηση των ενδείξεων εμπορίας ανθρώπων στο Δελτίο Ελέγχου που συντάσσουν οι επιθεωρητές και κοινοποιούν άμεσα στον εργοδότη, καθώς και την φωτογράφηση από τους επιθεωρητές εργασίας των προσώπων των εργαζομένων της ελεγχόμενης επιχείρησης.
Ως προς τη συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές
Το πρόβλημα που τέθηκε στην προκείμενη περίπτωση αφορούσε κατ’ ουσίαν τις περιπτώσεις που οι επιθεωρητές (μη όντες ανακριτικοί υπάλληλοι) διαπιστώσουν σε συνήθη έλεγχο ενδείξεις εργασιακής εκμετάλλευσης που ενδεχομένως συνιστά εμπορία ανθρώπων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 323Α του Ποινικού Κώδικα. Είναι επιβεβλημένη, επομένως η συνεργασία μεταξύ των δύο υπηρεσιών, με σκοπό την αποτελεσματική αντιμετώπιση της εμπορίας ανθρώπων, η προσπάθεια καταπολέμησης της οποίας μονομερώς από κάθε όργανο επιφέρει ισχνά αποτελέσματα. Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση, οι αρχές των σωμάτων ασφαλείας συνεπικουρούν την Επιθεώρηση Εργασίας (έπειτα από αίτηση συνδρομής), προς εξασφάλιση της εύρυθμης διεξαγωγής της ελεγκτικής δραστηριότητας των επιθεωρητών εργασίας, όταν υφίστανται περιστατικά παρεμπόδισης. Σε περίπτωση που η Επιθεώρηση Εργασίας έχει ενδείξεις τέτοιας εργασιακής εκμετάλλευσης, επιβάλλεται να ζητήσει τη συνδρομή των αστυνομικών αρχών για το σχηματισμό κοινού κλιμακίου ελέγχου. Οι μεν επιθεωρητές εκτελούν, στο πλαίσιο της συνεργασίας, στο έπακρο τα ελεγκτικά τους καθήκοντα, διαπιστώνοντας διοικητικές παραβάσεις, οι δε αστυνομικοί συλλέγουν το αναγκαίο αποδεικτικό υλικό και βεβαιώνουν κάθε τελεσθείσα (αυτόφωρη ή όχι) αξιόποινη πράξη, προβαίνουν σε συλλήψεις των επ’ αυτοφώρω καταλαμβανόμενων δραστών. Ασφαλώς, οι αστυνομικοί ως ανακριτικοί υπάλληλοι, δύνανται να ζητήσουν από τους επιθεωρητές κάθε στοιχείο που οι τελευταίοι αποκόμισαν στο πλαίσιο του ελέγχου, όπως επίσης και να λάβουν κατάθεσή τους, με σκοπό το σχηματισμό δικογραφίας.
Ως προς την ορθή σύνταξη της μηνυτήριας αναφοράς
Το ερώτημα, εάν αρκεί η υποβολή στον αρμόδιο εισαγγελέα μηνυτήριας αναφοράς από τον αρμόδιο προς τούτο επιθεωρητή εργασίας, χωρίς τη στοιχειοθέτηση του απαιτούμενου όρου «εκ προθέσεως», τέθηκε εν όψει του γεγονότος πως ο επιθεωρητής δεν έχει την ιδιότητα του ανακριτικού υπαλλήλου και συνεπώς, δε δύναται να λαμβάνει μαρτυρικές καταθέσεις ως αποδεικτικά μέσα. Όπως ρητά αναφέρεται στο σώμα της γνωμοδότησης, ουδείς μηνυτής χρειάζεται να αποδεικνύει τα στοιχεία της υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης. Το περιεχόμενο της μηνυτήριας αναφοράς περιορίζεται και εξαντλείται στην ακριβή και επιμελή παράθεση όλων των πραγματικών περιστατικών, ορισμένα εκ των οποίων δύνανται να αποτελέσουν στοιχεία δεικτικά του δόλου του δράστη.
Ως προς την καταχώρηση ενδείξεων εργασιακής εκμετάλλευσης στο δελτίο ελέγχου
Ζήτημα τίθεται στην περίπτωση αυτή, διότι αντίγραφο του δελτίου ελέγχου παραδίδεται και στον εργοδότη. Συνεπώς, αναζητείται ο τρόπος, με τον οποίο δύναται ο επιθεωρητής να καταγράψει στο δελτίο τις ενδείξεις πιθανής εργασιακής εκμετάλλευσης με τέτοιο τρόπο, ώστε ο εργοδότης να μην υποψιασθεί επακόλουθη περαιτέρω αστυνομική έρευνα και να μη λάβει αντίμετρα αυτοπροστασίας, επιβαρυντικά για τα πιθανά θύματα. Όπως προκύπτει από το άρθρο 3§1 της Υ.Α. 3462/2/ΦΕΚ Β΄ 344/8-2-17, το Δελτίο Ελέγχου περιλαμβάνει διαπιστωθείσες παραβάσεις και τυχόν υποδείξεις και συστάσεις, προθεσμίες συμμόρφωσης, στοιχεία και έγγραφα που παρελήφθησαν ή που καλείται να προσκομίσει ο εργοδότης, πρόσκληση για παροχή γραπτών εξηγήσεων και τυχόν άλλες παρατηρήσεις και διευκρινίσεις που αφορούν συγκεκριμένο έλεγχο. Συνεπώς, από τα ανωτέρω συνάγεται πως στο δελτίο ελέγχου καταχωρίζονται αποκλειστικά και μόνο οι διαπιστωθείσες διοικητικές παραβάσεις και όχι οι τυχόν αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες συντάσσεται και υποβάλλεται στον εισαγγελέα μηνυτήρια αναφορά.
Ως προς την φωτογράφιση από τους επιθεωρητές εργασίας των προσώπων των εργαζομένων της ελεγχόμενης επιχείρησης.
Καταρχάς, σύμφωνα με το άρθρο 103 του Ν. 4808/2021, οι επιθεωρητές εργασίας κατά την άσκηση των ελεγκτικών τους καθηκόντων, δικαιούνται να φωτογραφίζουν ή να μαγνητοσκοπούν. Το δικαίωμα αυτό εκτείνεται σε χώρους της επιχείρησης, βιβλία, μητρώα, έγγραφα, αρχεία και κάθε άλλο στοιχείο που τηρείται στην επιχείρηση. Ως προς το ζήτημα της φωτογράφισης των προσώπων των εργαζομένων στην ελεγχόμενη επιχείρηση, είναι δέον να υπομνησθούν τα εξής: Η μαγνητοσκόπηση ή φωτογράφιση των εργαζομένων σκοπεί στην αποτροπή της επικαλούμενης από πλευράς εργοδότη «πλάνης του επιθεωρητή» ως προς το πρόσωπο του απασχολούμενου που αφορά η περιγραφόμενη στο δελτίο ελέγχου παράβαση. Έτσι, η φωτογραφία λαμβάνεται από τον επιθεωρητή, ανασύρεται και συγκρίνεται οπτικά με τα στοιχεία που ο εργοδότης προσκόμισε προς αντίκρουση του δελτίου ελέγχου. Συνεπώς, η κατά τα ανωτέρω συλλογή φωτογραφιών των εργαζομένων συνιστά επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, κατά τα οριζόμενα στον ΓΚΠΔ, με υπεύθυνο επεξεργασίας την Επιθεώρηση Εργασίας. Οι υπηρετούντες σε αυτήν επιθεωρητές δεν είναι οι εκτελούντες την υπηρεσία, αφού δρουν στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων της Επιθεώρησης Εργασίας της και αποτελούν τμήμα της. Από τα προεκτεθέντα ως προς τον σκοπό της φωτογράφισης προκύπτει πως κατά τη φωτογράφιση απουσιάζει κάθε επεξεργασία με τεχνικά μέσα, με αποτέλεσμα τα συλλεγέντα προσωπικά δεδομένα να μην υπάγονται στο άρθρο 9 του Κανονισμού για τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, αλλά στα «απλά» του άρθρου 4§1. Δεν απαιτείται, μάλιστα, προς σκοπό συλλογής των δεδομένων (δηλαδή φωτογράφισης των εργαζομένων) συναίνεσή τους, διότι η νομιμότητα της επεξεργασίας εδράζεται στις περιπτώσεις δ’ και ε’ του άρθρου 6§1 του Κανονισμού. Πάντως, είναι απαραίτητο να συντρέχουν οι όροι που θέτει το άρθρο 5§1 (γνώση του υποκειμένου, επιλογή της φωτογράφισης ως έσχατης λύσης, η φωτογράφιση να γίνεται όχι σε ιδιωτική συσκευή, διαγραφή της φωτογραφίας σε περίπτωση μη διαπίστωσης παράβασης).
Συντάκτης: Ιωάννης Γερέλκης | Πτυχιούχος Νομικής ΑΠΘ.
Υπηρεσία Ταχείας Απάντησης
Εντός 24 ωρών από τη στιγμή που θα έρθετε σε επικοινωνία μαζί μας, ο διαχειριστής του γραφείου μας κ. Γραμμένος Ευστάθιος θα επικοινωνήσει τηλεφωνικά μαζί σας ώστε να λάβει ένα συνοπτικό ιστορικό της υπόθεσής σας και να προγραμματίσει μαζί σας συνάντηση είτε δια ζώσης στα γραφεία μας, είτε εξ αποστάσεως μέσω βιντεοκλήσης. Στη συνάντηση αυτή θα καταγράψουμε το πλήρες ιστορικό της υπόθεσής σας και θα λάβουμε τα διαθέσιμα έγγραφα που έχετε στην κατοχή σας.